- ἀτμῶ
- ἀτμόςsteammasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀτμῷ — ἀτμός steam masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμῶι — ἀτμῷ , ἀτμός steam masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατισχναίνω — (Α) [ισχαίνω] 1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.) 2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις τού… … Dictionary of Greek